- κομβαλαρία ή κονβαλαρία
- (Convallaria). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των λειριιδών, που περιλαμβάνει πολυετείς πόες. Κύριος αντιπρόσωπος του γένους είναι η κ. του Μάη, η οποία είναι γνωστή και με τη γαλλική ονομασία μιγκέ. Βλ. λ. μιγκέ.
Dictionary of Greek. 2013.